προεξαιρώ

προεξαιρώ
-έω, Α [ἐξαιρῶ]
1. εξαιρώ προηγουμένως κάτι
2. κυριεύω, κατακτώ προηγουμένως
3. παθ. προεξαιροῡμαι
χάνω, μού αφαιρούν προηγουμένως κάτι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”